Οι έμφυλοι ρόλοι ή αλλιώς οι ρόλοι των φύλων είναι κοινωνικές αποδεκτές νόρμες με πολιτισμικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν ή/και υποκινούν τις συμπεριφορές καθώς και τις λειτουργίες των φύλων στα πλαίσια της ευρύτερης κοινωνίας. Υπάρχει όμως μια διαφορά η οποία είναι άξια αναφοράς. Το βιολογικό φύλο (sex) είναι ένα βιολογικά καθορισμένο γνώρισμα των ατόμων αφού η γενετική ταυτότητα του ατόμου καθορίζει το βιολογικό ρόλο του ατόμου στην αναπαραγωγή. Το κοινωνικό φύλο (gender) είναι κοινωνική και πολιτισμική διαφοροποίηση συμπεριφορών αντρών και γυναικών. Για αυτό και όλες οι κοινωνίες αποδίδουν έμφυλους ρόλους βάση της ανατομίας των φύλων. Οι περισσότεροι πολιτισμοί θεωρούν πως το φάσμα της ταυτότητας του φύλου αποτελείται μόνο από δυο φύλα, το ανδρικό και το γυναικείο, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τους Ασιάτες που αναγνωρίζουν πως υπάρχει τρίτο φύλο ή/και πέντε φύλα.
Βάση αυτού, στους πολιτισμούς όπου αναγνωρίζονται μόνο δυο φύλα σε κοινωνικό επίπεδο, οι γυναίκες προφανώς βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους άνδρες όσο αφορά το κύρος, την εξουσία καθώς και τα προνόμια που μπορεί να αποκτήσει κανείς. Πως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτό; Μήπως σεξισμός; Πατριαρχία; Ο σεξισμός σε ατομικό επίπεδο είναι η πεποίθηση πως το ένα από τα δυο φύλα είναι ανώτερο από το άλλο ή/και πως οι έμφυτες βιολογικές διαφορές σημαίνουν ότι οι άνδρες και οι γυναίκες προορίζονται από τη φύση τους για διαφορετικούς ρόλους. Οι ρόλοι είναι η βασική αιτία για τη διαφορετική κατανομή της εξουσίας, των κοινωνικών θέσεων καθώς και του εισοδήματος στα φύλα. Από την άλλη πλευρά, σε θεσμικό επίπεδο οι πολιτικές και διαδικασίες που ακολουθούνται συχνά παράγουν άνισα αποτελέσματα για τις γυναίκες και τους άνδρες. Ο όρος «πατριαρχία», είναι ένα σύστημα κοινωνικής οργάνωσης το οποίο αποδίδει στους άνδρες δυσανάλογο μερίδιο εξουσίας. Επομένως, ο σεξισμός δε μπορεί να υπάρξει χωρίς πατριαρχία και η πατριαρχία χωρίς σεξισμό. Είναι έννοιες συνδεδεμένες και ως προς τη θεωρία αλλά και ως προς την εφαρμογή τους.
Σεξισμός, πατριαρχία, κουλτούρα, κοινωνία. Τι σας έρχεται στο νου; Πόσο συχνά γινόμαστε μάρτυρες σε έμφυλα στερεότυπα έκφρασης και πόσο συχνά το αντιλαμβανόμαστε; Αν και η Ελληνική γλώσσα είναι από τις πιο πλούσιες που μπορεί να μάθει κανείς, οι καθημερινές μας εκφράσεις δεν παύουν να κρύβουν μέσα έμφυλα στερεότυπα.
Ας τα πάρουμε απ’ την αρχή. Κάθε παιδί, ανεξαρτήτως φύλου, έχει μάθει πως άμα σε αποκαλούν «ανδράκι», υπάρχει αναγνώριση του θάρρους σου, της δύναμής σου καθώς και της ζωηράδας σου σαν παιδί. Το μόνο σίγουρο είναι πως κανένα παιδί δε θα ‘θέλε να προσφωνηθεί σα «γυναικάκι». Το υποκοριστικό «-ακι» στην κατάληξη αναφέρεται κυρίως στη σημαντικότητα και την αξία του προσώπου παρά τη σωματική διάπλαση. Επιπλέον, αν είσαι άνδρας και σε αποκαλέσουν «γυναικούλα» αυτόματα σε υποδηλώνουν σαν ένα δειλό άνδρα και όπως φαίνεται με τα έμφυλα στερεότυπα της γλώσσας και της κουλτούρας μας, ένας άνδρας δεν μπορεί να είναι δειλός αφού μόνο με το γυναικείο φύλο συνδέεται η δειλία. Άλλωστε αν το καλοσκεφτεί κανείς, η λέξη «άνανδρος» δεν είναι συνώνυμο του δειλού; Αν λοιπόν, στο πάρκο, προσφωνήσουν ένα αγόρι «γυναίκα» η κουλτούρα μας θα το έβρισκε λογικό- να πιαστεί στα χέρια για να αποδείξει πως είναι «άνδρας». Επίσης, η έκφραση «παίζεις σαν κορίτσι» προϋποθέτει πως κάποιο αγόρι δε παίζει αρκετά δυνατά ή πως δε γνωρίζει τους κανόνες.
Κατά τα εφηβικά σου χρόνια, αν είσαι κορίτσι, κανείς δε θα πει ποτέ πως «ανδρώθηκες», αφού αυτή η λέξη χρησιμοποιείτε μόνο για άνδρες, αφού μόνο αυτοί ανδρώνονται. Αν αποκαλέσεις ένα αγόρι κατά την εφηβεία του «άντρακλα», για το παιδί σημαίνει πως έχει εξελιχτεί σε ένα αρρενωπό αρσενικό. Απ’την άλλη πλευρά, αν είσαι κορίτσι και κάποιος σε αποκαλέσει «γυναικάρα» και το σκηνικό είναι πως είσαι μόνη και είναι βράδυ, στο άκουσμα και μόνο αυτής της προσφώνησης, μάλλον θα σφίξεις στη μια σου χούφτα τα κλειδιά, με τις εγκοπές των κλειδιών να προεξέχουν, έτοιμη για να αμυνθείς ή να αντεπιτεθείς αφού ο φόβος του βιασμού κατακλύζει το είναι σου, μιας και κάποιος σε θεωρεί… «γυναικάρα». Αν όμως στο ίδιο σκηνικό σε προσφωνούσαν «ανδράκι» όντας είτε αγόρι είτε κορίτσι, θα σήμαινε πως σε επαινούν και δε θα χρειαζόταν να αμυνθείς για κανένα λόγο. Συχνά οι γυναίκες αναρωτιούνται αν οι άντρες γύρω τους, τους κάνουν κομπλιμέντο ή τις παρενοχλούν σεξουαλικά ακόμη και στο πιο πάνω σκηνικό. Τις περισσότερες φορές αν και πρόκειται για σεξουαλική παρενόχληση, οι γυναίκες διστάζουν να μιλήσουν αφού κυριαρχεί ο φόβος της αμφισβήτησης με κίνδυνο μάλιστα να χαρακτηριστεί «τρελή» ή/και «υστερική».
Ακόμη, εκφράσεις όπως, «εδώ γυναίκα παίρνεις και μπορεί να σου βγει σκάρτη» ή «σιγά την καλτσοδέτα» χρησιμοποιούνται συχνά αναφερόμενοι σε κάποιον άνδρα, που δείχνει ευαισθησίες ή διαφωνεί με όσα έχουν ειπωθεί. Επίσης, αφού έχουμε αναφερθεί στο τι μπορεί/επιτρέπεται να ειπωθεί από έναν άνδρα για να μην παρουσιαστεί περισσότερο συναισθηματικός, και άρα λιγότερο αρρενωπός από αυτό που θα έπρεπε, καλό θα ήταν να αναφερθεί ακόμα χαρακτηριστικό σημείο που κάποιος θα μπορούσε να το κρίνει σαν έμφυλο στερεότυπο. Ένας άνδρας που δεν έχει παντρευτεί αποκαλείται «εργένης» σε αντίθεση με μια γυναίκα που μάλλον, θα την αποκαλέσουν «γεροντοκόρη». Η αντίθεση διαπιστώνεται αφού οι δυο λέξεις είναι εντελώς διαφορετικές σε σχέση με τη συναισθηματική χροιά που όμως, περιγράφουν την ίδια ακριβώς κατάσταση. Η λέξη «γεροντοκόρη» παραπέμπει σε κάποια γυναίκα που γκρινιάζει ή/και έχει κακία μέσα της ενώ παράλληλα είναι ανέραστη, σε αντίθεση με τη λέξη «εργένης» που τις περισσότερες φορές τη χρησιμοποιούμε με κάποια γοητεία κρυμμένη πίσω της. Αν έχεις την «τύχη» να είσαι νεαρή και ανύπαντρη, θα σε αποκαλούν «δεσποινίς», αφού για να θεωρηθείς «κυρία» πρέπει να έχεις ήδη παντρευτεί και να «έχεις» ένα άνδρα στο πλευρό σου. Απ’ την άλλη πλευρά όμως, ένας άνδρας είναι «κύριος» απλά και μόνο με την ύπαρξή του. Όμως, πόσο συχνά έχετε ακούσει τον όρο «εργαζόμενος πατέρας»; Σίγουρα, όχι τις ίδιες φορές που έχετε ακούσει το «εργαζόμενη μητέρα». Ο όρος αυτός ενδυναμώνει το στερεότυπο σύνδεσης των γυναικών με το σπίτι και των ανδρών με την εργασία, άρα σαν όρος και μόνο, αντανακλά σε εργασιακές ανισότητες.
Φυσικά, δε θα μπορούσαμε να αφήσουμε εκτός τα ΜΜΕ τα οποία καλλιεργούν την αναπαραγωγή ανισοτήτων μεταξύ των φύλων, συντηρώντας τις έκφυλες στερεοτυπικές ταυτότητες καθώς και τα σεξουαλικά στερεότυπα, προβάλλοντας το σεξισμό σαν κάτι φυσιολογικό. Τα ΜΜΕ και η μαζική επικοινωνία διαπερνά τις ζωές μας και έχει τη δυνατότητα να ενισχύει και πολλές φορές να διαιωνίζει στερεοτυπικές συμπεριφορές για τους «ρόλους» και τις «θέσεις» των «φύλων». Μέσα από αυτό, συμβάλλουν στην αναπαραγωγή διαφορετικών τύπων διακρίσεων και πολλές φορές σε άνιση μεταχείριση των παιδιών. Φτάνει μόνο να αναλογιστεί κανείς το σεξισμό στην τηλεόραση και τα δελτία ειδήσεων, στα σήριαλ, τηλεπαιχνίδια, πολιτικές συζητήσεις κ.τλ. Αυτά που θα λέγαμε «παραδοσιακά» μέσα επικοινωνίας, είναι η τηλεόραση, οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο τα οποία έχουν μεγάλα ακροατήρια. Σήμερα, όταν μιλάμε για ΜΜΕ δε μπορούμε να παραλείψουμε το διαδίκτυο καθώς και όλα τα διαδικτυακά μέσα που έχουν επεκταθεί τα τελευταία χρόνια (βίντεο, μπλογκς). Αναδεικνύονται νέοι «τύποι» βίας κατά των γυναικών, όπως η βία μέσω διαδικτύου, η ηλεκτρονική παρενόχληση, ο εκφοβισμός καθώς και η επίμονη παρακολούθηση. Όμως, μιας και αναφερθήκαμε στα ΜΜΕ, καλό θα ήταν να το πάρουμε από την αρχή. Για παράδειγμα, δεν είναι ΜΜΕ τα πρακτορεία ειδήσεων; Οι βιομηχανίες διασκέδασης και ψυχαγωγίας που προάγουν οι διαφημιστικές εταιρείες που διαμορφώνουν τις συμπεριφορές μας και τις αντιλήψεις μας; Άρα ΜΜΕ είναι και όσα παράγονται από τα μέσα, δηλαδή οι ειδήσεις, τα γεγονότα, κείμενα και εικόνες, διαφημίσεις (κ.τλ.). Θα ξαφνιαζόταν κανείς να ανακαλύψει πως μόλις το 24% των ανθρώπων στις ειδήσεις είναι γυναίκες. Ακόμη και στις σκανδιναβικές χώρες που πολλές φορές τις θεωρούμε σαν «πρότυπα» για τις αλλαγές που θα θέλαμε στην κοινωνία μας. Για παράδειγμα, στη Φιλανδία, οι γυναίκες που είναι στον τομέα των ειδήσεων, φτάνει μόλις το 29%, στη Σουηδία 31%, 27% στη Νορβηγία και 25% στη Δανία. Στην Κύπρο, το ποσοστό δε ξεπερνά το 19%.
Δε φταίει η Ελληνική γλώσσα για αυτά τα κακώς κείμενα που παρατηρούμε, μιας και δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σα «φτωχή» επειδή δε διαθέτει λέξη για τη γυναίκα που «ανδρώνεται», γιατί πολύ απλά, η γλώσσα καθρεπτίζει την κοινωνία. Επομένως, αν μια κοινωνία είναι σεξιστική και πατριαρχική, η γλώσσα της θα είναι το ίδιο σεξιστική και πατριαρχική. Υπάρχουν ορισμένες βρισιές που χρησιμοποιούν συγκεκριμένα σημεία του γυναικείου σώματος που είτε προσβάλλουν τη γυναικεία σεξουαλικότητα ή αναπαράγουν την ανωτερότητα του αντρικού φύλου και την υποταγή του γυναικείου. Έτσι, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και συνειδητά να μην δομούμε την έκφρασή μας ως προς την επιβολή του αντρικού φύλου στο γυναικείο.
Η ευρεία παρατήρηση όμως που θα μπορούσε να κάνει κανείς, είναι πως για να πάψει η κοινωνία να είναι πατριαρχική και σεξιστική υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν. Αλλαγές θα πρέπει να συμβούν σε πολλούς τομείς, από τους θεσμούς του εκάστοτε κράτους, μέχρι τον εργασιακό χώρο, τον τρόπο που επικοινωνούμε με τους γύρω μας, τη συμπεριφορά μας στο δρόμο ή σε ένα μπαρ καθώς και την ίδια την καθημερινότητά μας. Η πορεία αποδεικνύει πόσο δύσκολη είναι η μετάβαση ενάντια στις προκαταλήψεις και τις συμπεριφορές διάκρισης μεταξύ των φύλων σίγουρα δεν είναι εύκολη και ούτε μπορεί να συμβεί από τη μία μέρα στην άλλη, όμως είναι καθήκον κάθε πολιτισμένης κοινωνίας που σέβεται τον εαυτό της να κάνει όλες αυτές τις απαξιωτικές συμπεριφορές να ανήκουν στο παρελθόν.
Συγγραφέας: Χριστίνα Μαύρου
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στην
κα Ελένη Καδδά και κο Βαγγέλη Γεττό
για την επιμέλεια του άρθρου.
Μπαμπινιώτης, Γ., (2004). Λεξικό για το Σχολείο και το Γραφείο (λήμμα: γυναικάκι.)
Μπαμπινιώτης, Γ., (2004). Λεξικό για το Σχολείο και το Γραφείο (λήμμα: γυναικούλα.)
Μπαμπινιώτης, Γ., (2004). Λεξικό για το Σχολείο και το Γραφείο (λήμμα: ανανδρία.)
Roscoe, Will (2000), Changing Ones: Third and Fourth Genders in Native North America
http://dialogos.com.cy/blog/ta-stereotipa-emis-ta-dimiourgoume/#.WZRGnVEjG71
Social Icons